Δίψα και καημός


   Αν ο ιδεολογικός οίστρος του Γιάννη Ρίτσου φτάνει κάποτε στην υπερβολή (άλλοτε ως αγωνιστική επιμονή, άλλοτε ως αγωνιστική υπομονή), τούτο δεν δικαιολογεί την ποιητική του απόρριψη. Γιατί, ακόμη και στα πιο λοξοδρομημένα από ιδεολογική άποψη ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, δεν λείπουν ο καημός της ρωμιοσύνης και η δίψα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Θα μπορούσε ίσως κάποιος σ' αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις να αναγνωρίσει ένα μείγμα κομματικής σκοπιμότητας και πολιτικής αθωότητας, μπορεί και αφέλειας, που σηματοδοτεί όμως τον έμπρακτο αλτρουισμό του Γιάννη Ρίτσου, στοιχείο γενικό και αναφαίρετο από τη ζωή και το έργο του.
   Αυτός είναι ο λόγος που με κάνει να διαφωνώ με όσους, τα τελευταία ιδίως χρόνια, για να περισώσουν, υποτίθεται, τον ποιητή Ρίτσο, επιμένουν μόνο στον υπαρξιακό πυρήνα της ποίησής του, απορρίπτοντας το πολιτικό και ιδεολογικό της μερίδιο. Πρόκειται για μονόδρομη παρεξήγηση, η οποία εξάλλου επεκτείνεται από κάποιους κριτικούς μας και στους επιφανέστερους αριστερούς ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Η ανιδεολόγητη αυτή επιλογή οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, στην έκδηλη εγωπάθεια μεγάλου μέρους της πρόσφατης ποίησής μας· η οποία, εν ονόματι της υπαρξιακής αγωνίας, εξορίζει από το ποίημα τα πραγματικά συμφραζόμενα της ιστορίας και της κοινωνίας, καταλήγοντας σε μια ύποπτη για την ειλικρίνειά της βασανιστική εσωστρέφεια.
   Στον Ρίτσο ωστόσο η οποιαδήποτε αγωνία (κατά βάση ιστορική, κατά βάθος ανθρωπολογική και ανθρωπογνωστική), διατηρεί παντού και πάντοτε τον συλλογικό της τύπο, συχνά τον δυϊκό. Απόδειξη τα συνθέματα της «Τέταρτης Διάστασης», όπου ποτέ δεν λείπει η σιωπηλή παρουσία ενός δεύτερου προσώπου, το οποίο μετατρέπει τον μονόλογο σε λανθάνοντα διάλογο, αναλαμβάνοντας τον ρόλο εσωτερικού ακροατή, που συμπάσχει με τον ομιλούντα ακόμη και όταν αντιστέκεται στα λεγόμενα.
   Επέμεινα μέχρι στιγμής σε δύο μόνο συντελεστές της ποίησης του Ρίτσου, οι οποίοι συνήθως, ομολογημένα ή ανομολόγητα, διαβάλλονται: στην υπέρβαρη ποσότητα και στην πληθωρική ιδεολογία. Επειδή, όσο βλέπω, η τεχνοτροπική ποιότητα του ποιητικού έργου του μάλλον δεν αμφισβητείται, μολονότι η συστηματική μελέτη της ακόμη υπολείπεται, προκειμένου να φανούν οι σπάνιες αρετές της και να διαλυθούν κάποιες διάχυτες παρεξηγήσεις. Λόγου χάριν, η δήθεν όψιμη καλλιέργεια του ολιγόστιχου ποιήματος, από συμμόρφωση στην κομματική ντιρεκτίβα της εποχής, η οποία απέρριπτε αυτόν τον τύπο ποιήματος ως δείγμα αστικής αυταρέσκειας, προκρίνοντας για ευνόητους λόγους το πολύστιχο ποίημα επικών διαστάσεων.
   Η Ανθολογία όμως της Χρύσας Προκοπάκη διαλύει και αυτήν την εσκεμμένη προκατάληψη: ήδη οι «Παρενθέσεις» (της διετίας 1948-1949) και σαφέστερα τα «Ημερολόγια» (γραμμένα στην επόμενη διετία) δείχνουν ότι ο Ρίτσος ασκείται από νωρίς και στο ολιγόστιχο ποίημα, ενίοτε στο μινιμαλιστικό δίστιχο, στο οποίο μάλιστα αποστάζονται οριακές εσωτερικές εμπειρίες. Οπως: Ολα ξεχάστηκαν πριν ειπωθούν. / Κι η σιωπή δεν είναι καταφύγιο. Ή: Ο ουρανός είναι μια τρύπα. / Δεν χωράμε.
   Θα κλείσω το τρίπτυχο τούτο εγκώμιο για την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου με τρεις, συνθηματικές στη συντομία τους, προτάσεις. Η πρώτη αφορά στην αύξουσα οικειότητα που μεταδίδουν τα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου, σε αντίθεση μάλιστα προς την, λίγο πολύ, εξεζητημένη φυσική παρουσία του ποιητή. Η δεύτερη έχει να κάνει με τον ασκητικό αισθησιασμό του, προσηλωμένο όχι μόνο στα ανθρώπινα σώματα αλλά και στα μικροπράγματα που τα περιβάλλουν.     
   Η τρίτη πρόταση υποδεικνύει τον Ρίτσο ως τον σημαντικότερο μυθολογικό (αρχαιόμυθο και αρχαιόθεμο) ποιητή της νεοελληνικής ποίησης. Αναμφισβήτητη απόδειξη οι δραματικοί μονόλογοι της «Τέταρτης Διάστασης»: μοναδικοί στο είδος τους, ευριπιδικοί στη σύλληψη και στο ήθος τους, απελευθερωμένοι, σχεδόν υπερρεαλιστικοί, στη σύνθεση και στη σύνταξή τους. Στον Μίνω Βολανάκη οφείλουμε τη θεατρική τους ανακάλυψη και στον Βασίλη Παπαβασιλείου την πιο πρόσφατη, αποκαλυπτική κατά γενική ομολογία, ερμηνεία της «Ελένης», στην οποία ενσωματώνεται και η περίφημη σκηνή της ιλιαδικής «Τειχοσκοπίας». Αλλά γι' αυτήν την ανεπανάληπτη μεταγραφή υπόσχομαι ειδικότερα σχόλια, εκτός της μονότονης στήλης.

Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ
ΤΟ  ΒΗΜΑ-Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σας ευχαριστούμε για το ενδιαφέρον σας!